κύλον

κύλον
κύλον, τὸ (Α)
1. το κοίλο μέρος πάνω από το πάνω βλέφαρο
2. συν. στον πληθ. τὰ κύλα
τα κοιλώματα κάτω από τα μάτια («τὰ κύλα τῶν ὀφθαλμῶν ὑπόχλωρα», Σωραν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει θ. κυ- και συνδέεται με τον τ. κύαρ. Ο τ. απαντά σε κύρια ον. (πρβλ. Κύλων, Κύλασος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Liste griechischer Vornamen — Dies ist eine Liste heute gebräuchlicher griechischer Vornamen. Inhaltsverzeichnis 1 Herkunft griechischer Vornamen 2 Kurz und Kosenamen 2.1 Bildung der Kurznamen 2.2 Koseformen …   Deutsch Wikipedia

  • κυλάδες — κυλάδες, αἱ (Α) τα κοιλώματα κάτω από τα βλέφαρα, τα κύλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύλον + κατάλ. άδες, πληθ. τής άς, άδος] …   Dictionary of Greek

  • κυλίς — κυλίς, ἡ (Α) το κοίλωμα που βρίσκεται κάτω από τα βλέφαρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύλον «το κοίλωμα κάτω από το μάτι» + υποκορ. κατάλ. ίς (πρβλ. γλωττ ίς, οδοντ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • κυλοιδιώ — κυλοιδιῶ, άω (Α) 1. έχω πρησμένα τα μέρη κάτω από τα βλέφαρα, έχω μαύρους κύκλους ή πρηξίματα κάτω από τα μάτια 2. έχω πρησμένο πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύλον «κοιλότητα κάτω από το μάτι» + οἰδιῶ «πρήζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • κύλα — κύλα, τὰ (AM) βλ. κύλον …   Dictionary of Greek

  • υποκοιλίς — ίδος, ἡ, Α το κάτω βλέφαρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κύλον / κύλα «το κοίλο μέρος πάνω από το πάνω βλέφαρο, τα κοιλώματα κάτω από τα μάτια» (για τη γρφ. τής λ. πρβλ. και τη γρφ. κοίλα τού τ. κύλα)] …   Dictionary of Greek

  • k̂eu-1, k̂eu̯ǝ- : k̂ū-, k̂u̯ā- —     k̂eu 1, k̂eu̯ǝ : k̂ū , k̂u̯ā     English meaning: to swell     Deutsche Übersetzung: ‘schwellen, Schwellung, Wölbung” and “Höhlung; hohl”, gemeinsame Anschauung, Wölbung after außen or innen”     Material: O.Ind. sv áyati ‘schwillt an, wird… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”